παῦσιν

παῦσιν
παῦσις
stopping
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παύση — και πάψη και πάψιμο / παῡσις, ἡ, ΝΑ [παύω] η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῡσιν παύσεται», ΠΔ) νεοελλ. 1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση») 2. συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • Πωπ — Επώνυμο πατριωτών και αγωνιστών. 1. Αλέξανδρος. Γεννήθηκε στη Βενετία. Yπήρξε από τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Με την ιδιότητα αυτή στάλθηκε στην Ήπειρο και στα Επτάνησα για να μυήσει νέα στελέχη. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, ο Π. πήρε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”